1 κρωβυλος
(κρωβύλον ἀναδεῖσθαι τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ τριχῶν Thuc.)
(κράνη ἔχοντα κατὰ μέσον κρώβυλον Xen.)
Древнегреческо-русский словарь > κρωβυλος